- υπερωρίμα(ν)ση
- ηη υπερβολική ωρίμανση, το παραμέστωμα, το παραγίνωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερωρίμα(ν)ση — η, Ν (γεωπον.) βιολογικό φαινόμενο που ακολουθεί το στάδιο τής ωρίμασης σε ένα φυτό ή σε μια καλλιέργεια που δεν έχει συγκομιστεί, κν. παραγίνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερωριμάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
υπερώριμος, -η — ο 1. ο υπερβολικά ώριμος, ο παραγινωμένος, ο παραμεστωμένος: Υπερώριμα φρούτα. 2. (για πρόσωπα), αυτός που ξεπέρασε το στάδιο της ωριμότητας: Τα 55 είναι υπερώριμη ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)